- κατεργαστικός
- κατεργαστικός, -ή, -όν (Α) [κατεργάζομαι]1. κατάλληλος ή ικανός να κατεργάζεται («κατεργαστικὴ δύναμις», Θεόφρ.)2. καταστρεπτικός («αἱ ἀθυμίαι κατεργαστικαί», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεργαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστικόν — κατεργαστικός of masc acc sg κατεργαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστικώτατον — κατεργαστικός of masc acc superl sg κατεργαστικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστικαί — κατεργαστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστικῆς — κατεργαστικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστική — κατεργαστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεργαστικωτέραν — κατεργαστικωτέρᾱν , κατεργαστικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)